παιδεία

παιδεία
παιδεία, ,
A rearing of a child, A. Th.18.
2 training and teaching, education, opp. τροφή, Ar.Nu.961, Th.2.39(pl.);

π. καὶ τροφή Pl. Phd.107d

, Phlb.55d.
3 its result, mental culture, learning, education,

ἡ π. εὐτυχοῦσι κόσμος, ἀτυχοῦσι καταφύγιον Democr.180

, cf. Pl. Prt.327d, Grg.470e, R.376e, Arist.Pol.1338a30, etc.;

τῆς Λακεδαιμονίων π. Pl.Prt.343a

: in pl., parts or systems of education, Id.Lg. 653c, 804d.
4 culture of trees, Thphr.CP3.7.4.
5 πλεκτὰν Αἰγύπτου παιδείαν ἐξηρτήσασθε the twisted handiwork of Egypt, i.e. (acc. to Sch.) ropes of papyrus, E.Tr.129 (lyr.).
6 anything taught or learned, art, science, π. ἱερή, of medicine, IG14.2104.
7 chastisement, LXX Pr.22.15, Ep.Hebr.12.5.
II youth, childhood,

παιδείης πολυήρατον ἄνθος Thgn.1305

, cf. 1348;

ἐκ παιδείας φίλος Lys.20.11

; so (prob.)

στερρὰν παιδείαν E.IT206

(lyr.).
2 in collect. sense, body of youths,

παιδείας λιπαρὴς ὄχλος Luc.Am.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παιδεία — παιδείᾱ , παιδεία rearing of a child fem nom/voc/acc dual παιδείᾱ , παιδεία rearing of a child fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδείᾳ — παιδείᾱͅ , παιδεία rearing of a child fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιδεία —         (paideia) (греч.) воспитание; культура. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • παιδεία — η η εκπαίδευση, η μόρφωση: Η παιδεία συντελεί όσο τίποτε άλλο στην πρόοδο των λαών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδεῖα — παίδειος of neut nom/voc/acc pl παιδεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδεια — παίδειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιδεία τῶν ἐν ἡμῖν μόνον ἐστὶν ἀθάνατον. — См. Ученье свет, а неученье тьма …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παιδείας — παιδείᾱς , παιδεία rearing of a child fem acc pl παιδείᾱς , παιδεία rearing of a child fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδείαι — παιδείᾱͅ , παιδεία rearing of a child fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδείαν — παιδείᾱν , παιδεία rearing of a child fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”